Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Η ρόκα θέλει αργαλειό και το σφοντύλι χάδι και της μικρής το γνέσιμο να γίν’ αγάλι αγάλι». Ούτε που θυμάμαι πότε και από ποιον το είχα ακούσει. Μικρός και «διαολοτρυποτούφος», όπως με έλεγαν, χωνόμουν παντού και απόλαγα τις κεραίες μου και άκουγα, μάθαινα και ρωτούσα. Συνεχώς ρωτούσα. Φοβερό χούι. Ακόμα με καταβασανίζει. Πώς ετούτο, γιατί το άλλο, ποιος πού και πότε το είπε αυτό, τι εννοούσε και γιατί το λέμε έτσι. «Ου παιδάκι μ’ δεν τελειώνουν αυτά. Και τι τα θέλ’ς όλα αυτά; Δεν χρειάζονται. Μάθε πρώτα να μαναρίζεις τα πρόβατα και τα άλλα θα τα βρεις». Αυτές ήταν οι μόνιμες συμβουλές της γιαγιάς μου. Ούτε το μανάρισμα έμαθα κι ακόμα περισσότερο μού έμειναν απορίες, πολλές απορίες.
Απορίες για το μανάρισμα, απορίες για το σφοντύλι κι απορίες για το γνέσιμο της κοπελιάς. Καλά το μανάρισμα θέλει χρόνο, υπομονή και προσοχή. Δεν μεγαλώνουν εύκολα τα ζωντανά. «Σε θέλουν εκεί απίκου, μέρα νύχτα, και στο τέλος δεν έχουν και μεγάλο διάφορο». «Τα κόβαμε τη Λαμπρή, ώσπου τα τελειώσαμε και φύγαμε για την πόλη, για να καζαντίσουμε». Τώρα, αν βρήκαμε καζάντια είναι άλλο θέμα. Η ελπίδα μας είχε αναρριχηθεί για τα καλά στου κισσού το φύλλωμα. Μα δεν γνωρίζαμε ή δεν καταλάβαμε πως ο κισσός αλλού στηρίζεται. Ποιος να μας πει και πώς να μας το πει τόσο καθαρά όσο ο ποιητής: «Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα//σε ξένα αναστυλώματα δεμένο./Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο./Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω», Γ. Δροσίνης.
Το σφοντύλι. Το σφοντύλι, λοιπόν, είναι ένα στρογγυλό και βαρύ σώμα που το στεριώνουν στη βάση του αδραχτιού, για να γυρίζει εύκολα το αδράχτι, κυρίως κατά την έναρξη του γνεσίματος. Ήταν, λοιπόν, ένα στρογγυλό ξύλινο βαρίδι. Στην ανάγκη χρησιμοποιούσαν ένα μετρίου μεγέθους ξηρό κρεμμύδι. «Η δουλειά να γίνεται και όπως και να γίνεται…». Κατά τη διεργασία όμως έπρεπε με λεπτές, «χαϊδευτικές» θα έλεγε κάποιος κινήσεις να στρίβει το αδράχτι, «το κυλινδρικό αυτό ξύλο γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα (το γνέμα) που σχηματίζεται από το γνέσιμο του μαλλιού (της τλούπας ) που τοποθετείται στη ρόκα». Να πούμε ακόμα πως στην «προικώα αρματωσιά» κάθε κοπελιάς ήταν και η ρόκα γνεσίματος που πολλές φορές την είχαν στολισμένη και σκαλισμένη με διάφορες διακοσμητικές παραστάσεις.
Το σφοντύλι μαζί με το αδράχτι περιστρέφονταν συνεχώς κι έτσι τυλίγονταν το νήμα. Οι περιστροφές -πολλές, πάρα πολλές είναι αλήθεια- μεταφορικά μας έφταναν και στην αντράλα του μυαλού. « Μού ήρθε ο ουρανός σφοντύλ’» είναι οι λέξεις που λέμε μετά από ένα απότομο χτύπημα ή όταν συμβεί ένα δυσάρεστο και αναπάντεχο γεγονός. «Ζαλίζομαι, ζαλίζομαι σαν το σφοντύλι αντραλίζομαι».
Κάποτε «εγένετο ερωτική σύμπτυξη του Κώτσιου και της Λενιώς και βγήκε το κούτσ’κο. Και να η κατάθεση της Λενιώς για την «αναγνώριση του τέκνου».
«Φούρκα εγώ τα ποδάρια, κύριε πρόεδρε, όξω το αδράχτ’ τ’, Κώτσιου, σβουγγ στροφές το σφοντύλ’, βάλε-βγάλε το αδράχτ’ μού ‘ρθε αλληλούια, αλατζούτζουρας και δεν έβλεπα τίποτες. Τα ‘μασε μετά τα παντελόνια κι έφ’γε. Μας ξεκάμπ’σε όμως το κούτσκο. Κι απέ γεννήθ’κε “μην είδατε, μην απαντήσατε τον Κώτσιο τον λεβέντη”».
Κι όταν ο πρόεδρος παρατήρησε «όχι και λεβέντης», πήρε την απάντηση: «Δεν ξέρω τι λέτε, αλά το αδράχτ’ και το σφοντύλ’ του κάνουν καλή δ’λειά. Σβούρα κυρ’ πρόεδρε. Σού ‘ρχεται αχαμνά, ζουρλαίνεσαι και δεν ξέρ’ς τι κάν’ς. Αυτό έπαθα και εγώ. Σφοντύλ’ ήταν αυτό ή μηχάνημα; Παναΐα μου…». Χωρίς να το καταλάβει αθώωσε τον Κώτσιο. Χρήστος Α. Τούμπουρος
romianews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου